Οι γονείς είναι οι βασικές πηγές από τις οποίες το παιδί περιμένει να λάβει αμέριστη αγάπη, φροντίδα και ενδιαφέρον. Επίσης, το είδος της σχέσης που αναπτύσσει σταδιακά με τους γονείς του ορίζει σημαντικά το πώς θα οικοδομήσει την αντίληψη που έχει για τον εαυτό του, τους άλλους και τον κόσμο γύρω του. Οι υπερπροστατευτικοί γονείς χαρακτηρίζονται από την έντονη επιθυμία τους να προστατέψουν τα παιδιά τους από οτιδήποτε μπορεί να τα βλάψει, να τα πονέσει, να τα αποτρέψουν από αποτυχίες ή δυσάρεστες εμπειρίες, να μην τα απογοητεύσουν ποτέ. Είναι αξιοθαύμαστο όταν περιγράφουν αυτές τους τις επιθυμίες, ωστόσο οφείλουμε να αναλογιστούμε τις συνέπειες που έχει στα παιδιά μια τέτοια στάση όταν είναι διαρκής. Προστατεύουν τα παιδιά ή τελικά καταλήγουν να τα βλάπτουν περισσότερο;
Η επίδραση της γονεϊκής υπερπροστατευτικότητας στην ψυχοκοινωνική ανάπτυξη των παιδιών έχει μελετηθεί αρκετά. Αποτελέσματα ερευνών δείχνουν πώς η υπερπροστατευτικότητα των γονέων συμβάλλει σημαντικά στην έναρξη και διατήρηση αγχώδων διαταραχών στην παιδική ηλικία, οι οποίες συχνά συνοδεύουν το παιδί και στην ενήλικη ζωή του. Δεν πρέπει να συγχέουμε την υπερπροστατευτικότητα με την έκφραση αγάπης ούτε με την άσκηση υγιούς οριοθέτησης και ελέγχου εκ μέρους των γονέων προς τα παιδιά τους. Τα κύρια χαρακτηριστικά μιας τέτοιας συμπεριφοράς (υπερπροστατευτικής) περιλαμβάνουν μια συνεχή ανάγκη για παρακολούθηση και υπερπροστασία των παιδιών σε οποιοδήποτε πλαίσιο βρίσκονται (κυρίως στο σχολείο), την έκφραση ενδιαφέροντος και φροντίδας με υπερβολικό ζήλο ακόμα και όταν το παιδί δεν το χρειάζεται ή δεν το έχει ζητήσει, την μείωση της αυτονομίας και λήψης πρωτοβουλίας από το παιδί ακόμη και σε περιπτώσεις που η συμβολή των γονέων δεν είναι απαραίτητη (π.χ. καθώς απαγγείλοντας ένα ποίημα στο σχολείο, η μητέρα στέκεται δίπλα στο παιδί και το βοηθά). Επίσης χαρακτηρίζονται από την έντονη εμπλοκή τους σε οτιδήποτε αφορά τα παιδιά τους και να λαμβάνουν όλες τις αποφάσεις προκειμένου εκείνα να μην δυσκολευτούν. Θα τους ακούσουμε συχνά να λένε φράσεις όπως «Θέλω να προστατέψω το παιδί μου από του φόβους του» ή «Είμαι το καταφύγιο του παιδιού μου από τις δυσκολίες της ζωής», ώστε να δικαιολογήσουν τη στάση τους. Όλες οι παραπάνω συμπεριφορές πυροδοτούνται κυρίως από αισθήματα έντονου φόβου και άγχους για πιθανές (συχνά φανταστικές) απειλές ή δυσάρεστες καταστάσεις στις οποίες τα παιδιά μπορεί να βρεθούν και μια φοβερή αγωνία και ανασφάλεια των γονέων που μπορεί να αντανακλά δικά τους βιώματα από το παρελθόν.
Πολλές έρευνες έχουν καταλήξει πως η υπερβολική προσκόλληση και υπερπροστασία των γονέων προς τα παιδιά τους είναι πιθανό να τους προκαλέσουν τα ίδια και εντονότερα συναισθήματα φόβου με εκείνους και να τους εμφυσήσουν την αντίληψη πως ο «κόσμος είναι ένα επικίνδυνο μέρος» και οι «άνθρωποι κακοί». Από τα πρώτα λεπτά της γέννησης το παιδί αποκολλάται από την μητέρα του. Στα τέσσερα έτη αρχίζει να αντιπαρατίθεται στους γονείς του, λέγοντας ‘όχι’ όταν κάτι δεν του είναι αρεστό. Περίπου στα πέντε έτη έχει ξεκινήσει να αναγνωρίζει τον εαυτό του ως ξεχωριστό από τους γονείς του και να σχηματίζει τη δική του ταυτότητα και γνώση για το περιβάλλον. Σε αυτά τα πολύ ευαίσθητα στάδια ανάπτυξης, οι γονείς πρέπει να ενθαρρύνουν την αυτονομία του παιδιού και τη γνωριμία του με συνομηλίκους του, να του επιτρέπουν να ανακαλύψει το περιβάλλον του χωρίς πάντα να το παρακολουθούν. Εάν το παιδί δεν ενθαρρυνθεί να εξερευνήσει τον κόσμο ελεύθερο και αυτόνομο, αλλά ενισχυθεί η υπερπροστατευτικότητα των γονέων, αξίες όπως η υπευθυνότητα, το κουράγιο, η αυτοπεποίθηση, ο αυτοσεβασμός δεν θα καλλιεργηθούν επιτυχώς στο παιδί.
Εξίσου με τα παιδιά, και οι γονείς περνούν από αναπτυξιακά στάδια καθώς το παιδί τους μεγαλώνει και αυτονομείται, και βιώνουν αγωνία καθώς συνειδητοποιούν τον επερχόμενο αποχωρισμό τους από τα παιδιά και τις αλλαγές στο γονεϊκό τους ρόλο. «Η πλειοψηφία αυτών των γονέων έχουν καλές προθέσεις και αγαπούν τα παιδιά τους πολύ», όπως τονίζει ο ψυχολόγος Irving Weiner, «όμως, προσπαθώντας να προστατέψουν τα παιδιά από κινδύνους και κάνοντας το αυτό σε ακραίο βαθμό, δημιουργούν ένα παιδί φοβισμένο και ανασφαλές».
Συνοψίζοντας, θα πρέπει να διακρίνουμε μια σχέση γονέων-παιδιών που χαρακτηρίζεται από συνεχή προσφορά αγάπης, φροντίδας, στήριξης, ενδιαφέροντος από έναν ανασφαλή, σχεδόν εξαρτητικό δεσμό αγάπης μέσα στον οποίο γονέας και παιδί καταλήγουν να ασφυκτιούν από φόβο και αγωνία για το τι θα συμβεί. Ακόμα και σε «επικίνδυνα μέρη», ένα παιδί με μια ισορροπημένη σχέση με τους γονείς του, θα αναπτυχθεί σε ενήλικας που μπορεί να σταθεί στα δυο του πόδια και να επιβιώσει.
Συντάκτης Ελευθερία Ελβανίδη