Στην ψυχανάλυση, το πλαίσιο δεν είναι ένα ουδέτερο περιβάλλον∙ είναι ο βασικός όρος δημιουργίας ενός πεδίου λόγου όπου κάτι του υποκειμένου μπορεί να ειπωθεί αλλιώς. Η σταθερότητα του χρόνου, του χώρου και του κανόνα της ελεύθερης συνειρμικής λειτουργίας δεν υπηρετούν μια «τεχνική»· συγκροτούν μια σκηνή όπου ο αναλυόμενος μπορεί να αφήσει να αναδυθούν ασυνείδητες θέσεις, ενορμήσεις και φαντασιώσεις χωρίς τον έλεγχο της καθημερινής του ταυτότητας.
Σε αυτό το πλαίσιο γεννιέται η μεταβίβαση: μια σχέση που δεν αφορά πραγματικά τον αναλυτή, αλλά τον τρόπο με τον οποίο ο αναλυόμενος επαναλαμβάνει μέσα στη σχέση τα βασικά του σχήματα αγάπης, εξάρτησης, εχθρότητας, επιθυμίας. Για τον Freud, η μεταβίβαση είναι ο τόπος όπου το παρελθόν επιστρέφει ως παρόν. Η εργασία της ανάλυσης δεν είναι να «ικανοποιήσει» τη μεταβίβαση, αλλά να τη διαβάσει: να αποκαλύψει αυτό που επαναλαμβάνεται ασυνείδητα μέσα στη σχέση.
Για τον Lacan, είναι η «σκηνή» όπου το υποκείμενο απευθύνεται σε έναν Άλλο που υποτίθεται ότι «ξέρει» κάτι από την αλήθεια του — δηλαδή έναν Άλλο που ενσαρκώνει τη θέση του υποκειμένου-που-υποτίθεται-ότι-ξέρει. Μέσα σε αυτόν τον κόμβο εμφανίζεται η επιθυμία. Όχι ως ανάγκη ή αίτημα προς ικανοποίηση, αλλά ως κάτι που προκύπτει από το κενό, από αυτό που λείπει. Η επιθυμία στην ψυχανάλυση δεν είναι ένα αντικείμενο προς απόκτηση, αλλά μια κίνηση, μια διαδρομή γύρω από την έλλειψη. Η επιθυμία του αναλυόμενου να μάθει τι του συμβαίνει, γιατί υποφέρει, πώς επαναλαμβάνει τα ίδια μοτίβα— συναντάται με μια ιδιαίτερη προβολή: την ιδέα ότι ο αναλυτής ήδη κατέχει αυτή τη γνώση. Αυτό δεν αφορά πραγματική γνώση· είναι μια τοποθέτηση, ένα φαντασιακό αξίωμα που ο αναλυόμενος αποδίδει στον Άλλο (στον αναλυτή).
Η επιθυμία για γνώση, όταν επενδύεται στο πρόσωπο του αναλυτή, δημιουργεί έναν τόπο προσδοκίας: ο αναλυόμενος ζητά έναν «φορέα αλήθειας» που θα αποκωδικοποιήσει το παρελθόν του, θα εξηγήσει τα συμπτώματά του, θα δώσει ένα νόημα εκεί όπου βιώνει κενό ή σύγχυση. Η μεταβιβαστική αυτή τοποθέτηση είναι αναπόφευκτη· χωρίς αυτήν, η ανάλυση δεν ξεκινά. Ο Freud έλεγε ότι η μεταβίβαση είναι το όχημα της θεραπείας, και στον Lacan βρίσκουμε την ιδέα ότι το υποκείμενο προσέρχεται στη θεραπεία ακριβώς για να συναντήσει έναν Άλλο που πιστεύει ότι γνωρίζει κάτι για το αίνιγμά του.
Το κρίσιμο όμως δεν είναι τι «λέει» ο αναλυτής, αλλά τι εκπροσωπεί. Ο αναλυτής δεν καλείται να ενσαρκώσει τη θέση του παντογνώστη∙ αντίθετα, η αναλυτική του επιθυμία —μια επιθυμία «κενού», μη παρεμβατική— λειτουργεί ώστε το υποκείμενο να αναμετρηθεί με τη δική του αλήθεια. Στο πρόσωπο του αναλυτή, ο αναλυόμενος συναντά μια μορφή γνώσης που δεν προσφέρεται έτοιμη, αλλά καλεί το ίδιο το υποκείμενο να την παράξει.
Η επιθυμία για γνώση, λοιπόν, λειτουργεί σε δύο επίπεδα:
- Ως μεταβιβαστική επένδυση: ο αναλυόμενος φαντάζεται ότι ο αναλυτής ξέρει ήδη την αλήθεια του. Αυτό τον ωθεί να μιλήσει, να συνδέσει, να αποκαλύψει.
- Ως κινητήρια δύναμη της διαδικασίας: μέσα από την εργασία του λόγου, το υποκείμενο σταδιακά μεταφέρει αυτή τη γνώση από τον Άλλο στον εαυτό του. Ανακαλύπτει ότι η αλήθεια που ζητούσε «απ’ έξω» είναι κάτι που ξετυλίγεται μέσα από τον δικό του λόγο, τις δικές του συνδέσεις, τα δικά του σημαίνοντα.
Ο αναλυτής δεν δίνει τη γνώση, αλλά προσφέρει το πλαίσιο όπου η επιθυμία για γνώση μπορεί να στραφεί από το πρόσωπο του Άλλου προς το ίδιο το υποκείμενο. Στο τέλος, αυτό που ο αναλυόμενος μαθαίνει δεν είναι μια εξήγηση, αλλά ο τρόπος που το ασυνείδητό του μιλά — και πώς μπορεί να σταθεί απέναντι στην ίδια του την επιθυμία, χωρίς να χρειάζεται έναν Άλλο που «ξέρει» στη θέση του.
Το αναλυτικό πλαίσιο λειτουργεί έτσι ώστε η επιθυμία του αναλυτή να παραμένει «κενούμενη», μη κατευθυντική: αυτό επιτρέπει στο υποκείμενο να συναντηθεί με τη δική του επιθυμία, απαλλαγμένη από τις προσδοκίες των Άλλων.
Έτσι, η ανάλυση γίνεται ένας ιδιαίτερος τόπος:
– όπου το υποκείμενο δοκιμάζει ξανά τις σχέσεις που το έπλασαν,
– όπου ο λόγος ελευθερώνεται από τη λογοκρισία,
– όπου η μεταβίβαση αποκαλύπτει το ασυνείδητο,
– και όπου το υποκείμενο μπορεί να πλησιάσει τη δική του επιθυμία, όχι για να την «καλύψει», αλλά για να την αναγνωρίσει ως δική του.
Με αυτόν τον τρόπο, το πλαίσιο, η μεταβίβαση και η επιθυμία δεν είναι τρία ξεχωριστά στοιχεία αλλά τρεις άξονες που θεμελιώνουν την ψυχαναλυτική πράξη και καθιστούν εφικτή τη μεταμόρφωση του υποκειμένου.
