Ψυχαναγκαστική Προσωπικότητα: σε μια διαρκή κόντρα με το άγνωστο

Ψυχαναγκαστική Προσωπικότητα: σε μια διαρκή κόντρα με το άγνωστο

Η ψυχαναγκαστική δομή προσωπικότητας αποτελεί μια από τις πιο περίπλοκες, απαιτητικές συνάμα ενδιαφέρουσες και άξιες παρατήρησης ψυχικές δομές τόσο συμπεριφορικά όσο και ψυχαναλυτικά. Πίσω από την επιφάνεια της τάξης, της λογικής και της αυτοπειθαρχίας κρύβεται ένας εσωτερικός κόσμος γεμάτος αγωνία, φόβο για την απώλεια ελέγχου και μια ακατάπαυστη μάχη ενάντια στην αβεβαιότητα της ζωής. Η ψυχαναγκαστική προσωπικότητα δεν αποτελεί απλώς μια συλλογή συμπεριφορών, αλλά έναν ολόκληρο τρόπο ύπαρξης στον κόσμο, μια αμυντική οργάνωση του ψυχισμού που επιχειρεί να κρατήσει σε απόσταση το άγχος και την απειλή του κατακερματισμού του Εγώ.

H ανάγκη για έλεγχο και η αυταπάτη της προβλεψιμότητας

Για το ψυχαναγκαστικό υποκείμενο, ο κόσμος αντιμετωπίζεται ως μια πιθανώς χαοτική και απειλητική πραγματικότητα που πρέπει να κατακτηθεί μέσα από τον απόλυτο έλεγχο (Freud, 1926). Κάθε λεπτομέρεια, κάθε πτυχή της καθημερινότητας, κάθε αλληλεπίδραση με τον άλλο, πρέπει να προγραμματιστεί, να προβλεφθεί, να υπολογιστεί με μαθηματική ακρίβεια. Η προσκόλληση στους κανόνες και τις λεπτομέρειες λειτουργεί ως ένα είδος μαγικής σκέψης. Αυτή η ανάγκη δεν πηγάζει από απλή προτίμηση στην οργάνωση, αλλά από έναν βαθύτερο φόβο: τον φόβο ότι χωρίς αυτόν τον σιδερένιο έλεγχο, κάτι καταστροφικό θα συμβεί.


Ο ψυχαναγκαστικός πιστεύει, συχνά ασυνείδητα, ότι αν ακολουθήσει τέλεια το σχέδιο, αν προβλέψει κάθε πιθανότητα, αν ελέγξει κάθε παράμετρο, τότε θα μπορέσει να αποφύγει το αναπόφευκτο: την αβεβαιότητα της ζωής, την απρόβλεπτη φύση των ανθρώπινων σχέσεων, την ευπάθεια του εαυτού. Ο Άλλος βιώνεται ως απειλή, και κάθε παρέκκλιση από τον εσωτερικό κανόνα εκλαμβάνεται ως επικίνδυνη. Δυστυχώς αυτή η προσπάθεια είναι καταδικασμένη να αποτύχει, διότι η ζωή εξ’ ορισμού δεν μπορεί να ελεγχθεί πλήρως. Και έτσι, ο ψυχαναγκαστικός παγιδεύεται σε έναν φαύλο κύκλο: όσο περισσότερο επιδιώκει τον έλεγχο, τόσο πιο έντονο γίνεται το άγχος που προκύπτει από την αναπόφευκτη διαπίστωση ότι ο απόλυτος έλεγχος είναι αδύνατος.


Για παράδειγμα, μια συμπεριφορά που παρατηρούμε συχνά είναι η αδυναμία του ψυχαναγκαστικού υποκειμένου να αναθέσει εργασίες σε άλλους, η οποία δεν είναι
απλώς μια πρακτική δυσκολία, αλλά μια βαθιά ψυχική αδυναμία να εμπιστευθεί το υποκείμενο τον άλλο. Ο άλλος αντιμετωπίζεται ως απειλή, ως κάποιος που μπορεί να διαταράξει την τάξη, να εισάγει το χάος, να δημιουργήσει το λάθος. Πίσω από αυτή την αδυναμία κρύβεται μια πιο θεμελιώδης αδυναμία: η αδυναμία να αναγνωρίσει το υποκείμενο την αυτονομία και την διαφορετικότητα του άλλου. Ο Άλλος πρέπει να λειτουργεί ακριβώς όπως το εγώ, διότι οποιαδήποτε απόκλιση βιώνεται ως απειλή για την ψυχική ακεραιότητα. 

Η τελειομανία ως αδιέξοδο

Η τελειομανία στην ψυχαναγκαστική δομή δεν αντιπροσωπεύει μια απλή επιδίωξη αριστείας αλλά μια καταναγκαστική αναζήτηση καθαρότητας (συμβολικά και κυριολεκτικά) και απαλλαγής από την ενοχή (Freud, 1908; Fenichel, 1945). Ψυχολογικά πρόκειται για την αναζήτηση ενός ανέφικτου ιδανικού, μια προσπάθεια να επιτευχθεί κάτι που εκ των πραγμάτων είναι ανέφικτο: η πλήρης απουσία του σφάλματος, η απόλυτη τελειότητα που θα απαλλάξει το υποκείμενο από την ενοχή, το άγχος και την αίσθηση της ανεπάρκειας και ντροπής.


Το παράδοξο είναι ότι η τελειομανία οδηγεί στην παράλυση — η πράξη αναστέλλεται επ’ αόριστον, επειδή τίποτα δεν είναι αρκετά καλό (McWilliams, 2011). Η εργασία δεν ολοκληρώνεται ποτέ, διότι δεν είναι ποτέ αρκετά καλή. Κάθε λεπτομέρεια ελέγχεται και επανελέγχεται, κάθε πρόταση αναθεωρείται ατελείωτα, κάθε απόφαση αναβάλλεται στο άπειρο. Ο ψυχαναγκαστικός εγκλωβίζεται έτσι σε μια “παγίδα αδράνειας”, όπου η υπερεπεξεργασία προστατεύει από την επαφή με την αδυναμία και το λάθος, αλλά στερεί την αυθεντικότητα και τη ζωντάνια (Gabbard, 2014). Αυτή η συμπεριφορά δεν είναι απλώς δυσλειτουργική, αλλά αποκαλύπτει την βαθύτερη συνάρτηση του συμπτώματος: το λάθος πρέπει να αποφευχθεί με κάθε θυσία, ακόμα και αν αυτό σημαίνει την παράλυση της δράσης και την απώλεια της ζωντάνιας.

Η Ψυχαναλυτική Διερεύνηση: Από τον Freud στις σύγχρονες θεωρίες
Η Φροϋδική Κληρονομιά: Ο πρωκτικός χαρακτήρας

Όταν ο Sigmund Freud το 1908 περιέγραψε τον "πρωκτικό χαρακτήρα", δεν περιοριζόταν σε μια απλή παρατήρηση συμπεριφορών. Αποκάλυπτε μια βαθύτερη αλήθεια για τη δομή του ψυχισμού. Σύμφωνα με τη θεωρία του, η ψυχαναγκαστική προσωπικότητα προκύπτει από μια καθήλωση στην πρωκτική φάση της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης, εκείνη την κρίσιμη περίοδο όπου το παιδί βιώνει το πρώτο του σημαντικό μάθημα ελέγχου και αυτοκυριαρχίας επί του σώματος. Ο Karl Abraham
(1921) και αργότερα ο Otto Fenichel (1945) ανέπτυξαν αυτή τη θεώρηση, δείχνοντας πως η υπερβολική έμφαση στον αυτοέλεγχο μπορεί να οδηγήσει σε ένα ψυχικό σύστημα που οργανώνεται γύρω από τη συγκράτηση, τη φειδώ και την ακρίβεια.
Κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης στην τουαλέτα, το παιδί αντιμετωπίζει μια θεμελιώδη σύγκρουση: από τη μία, την επιθυμία να ευχαριστήσει τους γονείς τηρώντας τους κανόνες τους, και από την άλλη, την επιθυμία να διατηρήσει τον έλεγχο επί του δικού του σώματος και των λειτουργιών του. Όταν αυτή η εκπαίδευση είναι υπερβολικά αυστηρή, πρόωρη ή τιμωρητική, το παιδί μπορεί να αναπτύξει μια αμυντική στάση όπου ο έλεγχος γίνεται το κεντρικό οργανωτικό θέμα του ψυχισμού. Η συγκράτηση και η καταπίεση αντικαθιστά την αυθόρμητη έκφραση, η τάξη την χαοτική ευχαρίστηση, η προβλεψιμότητα την επικίνδυνη αυθορμητικότητα.


Ο Freud παρατήρησε μια τριάδα χαρακτηριστικών στον πρωκτικό χαρακτήρα: την τακτικότητα, τη φειδώ και το πείσμα, που δεν αφορούν απλές ιδιοσυγκρασίες, αλλά συμβολικές μεταθέσεις. Πίσω από αυτά τα γνωρίσματα κρύβεται κάτι πιο σύνθετο.
Η υπερβολική καθαριότητα και η ανάγκη για τάξη αντισταθμίζουν ασυνείδητες ώσεις που σχετίζονται με το χάος, τη βρωμιά, την ακαταστασία και την απώλεια ορίων. Σε βαθύτερο επίπεδο, αυτές οι ώσεις δεν είναι απλώς “αντικοινωνικές” ή “μη αποδεκτές”, αλλά εκφράζουν την πρωτογενή ενόρμηση για ελευθερία, αυθορμητισμό και απόλαυση, την οποία ο ψυχαναγκαστικός βιώνει ως απειλητική. Το “βρώμικο” και το “ακατάστατο” δεν αποτελούν μόνο αισθητικά ή ηθικά προβλήματα — συμβολίζουν τον φόβο απέναντι στη διάλυση των εσωτερικών ορίων, στην έκφραση του ενστίκτου και της παρόρμησης. Έτσι, η καθαριότητα γίνεται άμυνα: μια τελετουργική πράξη κάθαρσης που διατηρεί την ψευδαίσθηση του ελέγχου και της κυριαρχίας πάνω στο σώμα, στις σκέψεις και στα συναισθήματα (Abraham, 1921· Fenichel, 1945).


Η φειδώ πέρα από μια απλή στάση οικονομίας ή εγκράτειας, αντικατοπτρίζει μια βαθιά αδυναμία αποχωρισμού — μια δυσκολία να “αφήσει”, είτε πρόκειται για αντικείμενα, είτε για ανθρώπους, είτε για συναισθήματα. Στο ψυχαναλυτικό επίπεδο, ο αποχωρισμός βιώνεται ως απώλεια ελέγχου και ως πιθανή απειλή διάλυσης του Εγώ. Ο ψυχαναγκαστικός υποκειμενικός κόσμος λειτουργεί με την πεποίθηση ότι το να “κρατάς” είναι ασφαλές, ενώ το να “δίνεις” ή να “αφήνεις” είναι επικίνδυνο. Έτσι, η φειδώ δεν αφορά μόνο το χρήμα ή τα υλικά αντικείμενα· επεκτείνεται στην ψυχική οικονομία του ατόμου: στη συγκράτηση του συναισθήματος, στη διστακτικότητα να εκφραστεί η στοργή, στην αποφυγή της τρυφερότητας που συνεπάγεται ευαλωτότητα και ρίσκο. Ο αποχωρισμός βιώνεται ως πράξη απώλειας ισχύος, ως κάτι που θα αποδυναμώσει το Εγώ και θα εκθέσει το υποκείμενο στην απρόβλεπτη βούληση του Άλλου (Abraham, 1921· McWilliams, 2011).
Αντίστοιχα, το πείσμα δεν είναι απλώς μια ιδιοτροπία ή ένδειξη χαρακτήρα· είναι μια αμυντική στάση απέναντι στην εξουσία του Άλλου. Ο ψυχαναγκαστικός αντιστέκεται στην επιβολή κανόνων που δεν είναι δικοί του, διότι κάθε εξωτερική αυθεντία βιώνεται ως απειλή στην αυτονομία του και, τελικά, ως εισβολή στην ψυχική του συνοχή. Η ανάγκη να “κάνει τα πράγματα με τον δικό του τρόπο” δεν είναι απλώς θέμα εγωισμού, αλλά ένας τρόπος να διατηρήσει την ψευδαίσθηση της εσωτερικής κυριαρχίας. Στην πραγματικότητα, πίσω από αυτό το πείσμα κρύβεται ο φόβος της εξάρτησης — ο φόβος μήπως υποταχθεί, παρασυρθεί ή διαλυθεί μέσα στη βούληση του Άλλου (Reich, 1933· Fenichel, 1945). Έτσι, η ψυχαναγκαστική ακαμψία λειτουργεί ως ασπίδα απέναντι σε κάθε πιθανή εμπειρία υποταγής ή συναισθηματικής έκθεσης.


Κατά αυτόν τον τρόπο, τόσο η φειδώ όσο και το πείσμα δεν είναι επιφανειακά γνωρίσματα, αλλά βαθύτερες αμυντικές μορφές που εξυπηρετούν τον ίδιο στόχο: τη διατήρηση του ελέγχου, την αποφυγή της απώλειας και τη διασφάλιση μιας αίσθησης αυτάρκειας απέναντι στην απειλή της εξάρτησης. Είναι οι ψυχικές στρατηγικές με τις οποίες το άτομο επιχειρεί να διαφυλάξει την εσωτερική του τάξη, συχνά με κόστος τη συναισθηματική του ελευθερία.

Το τυραννικό Υπερεγώ

Στο κέντρο της ψυχαναγκαστικής δομής βρίσκεται ένα υπερεγώ εξαιρετικά αυστηρό και ανένδοτο. Αυτό το εσωτερικό κριτήριο δεν είναι απλώς αυστηρό, είναι τιμωρητικό, σχεδόν σαδιστικό στην ακαμψία του. Κάθε παρέκκλιση από το ιδανικό τιμωρείται με συντριπτική ενοχή και αυτο-κατηγορία. Το υποκείμενο ζει υπό μια συνεχή εσωτερική επιτήρηση, μια ακατάπαυστη κριτική που δεν αφήνει περιθώρια για λάθος, χαλάρωση ή ανθρώπινη αδυναμία.


Αυτό το υπερεγώ αντλεί τη δύναμή του από τις εσωτερικευμένες γονεϊκές φιγούρες, αλλά δεν είναι απλώς μια αντανάκλασή τους. Είναι μια διαστρεβλωμένη, υπερβολική εκδοχή, που εμφυσά την παιδική φαντασία με απόλυτη εξουσία. Ο ψυχαναγκαστικός ζει προσπαθώντας να ευχαριστήσει αυτόν τον “εσωτερικό τιμωρό”, αλλά η προσπάθεια είναι καταδικασμένη. Το υπερεγώ δεν μπορεί ποτέ να ικανοποιηθεί, διότι απαιτεί το αδύνατον: την τελειότητα.


Η υπερανεπτυγμένη ηθική συνείδηση του ψυχαναγκαστικού δεν είναι απλώς μια αρετή, αλλά μια δέσμευση. Ο κόσμος χωρίζεται σε άκαμπτες κατηγορίες σωστού και λάθους, χωρίς αποχρώσεις του γκρι. Κάθε απόφαση γίνεται ένα ηθικό δίλημμα, κάθε επιλογή φορτίζεται με τεράστιο βάρος. Αυτό οδηγεί σε παράλυση, αναβλητικότητα και μια συνεχή αίσθηση ανεπάρκειας. Το υποκείμενο πιστεύει ότι πρέπει να είναι ηθικά άψογο, αλλά γνωρίζει βαθιά ότι φιλοξενεί "απαγορευμένες" σκέψεις και επιθυμίες, δημιουργώντας μια ατελείωτη πηγή ενοχής.

Συμπερασματικά
Η ψυχαναγκαστική προσωπικότητα, κάτω από την αυστηρότητα και την πειθαρχία της, κρύβει έναν βαθύ φόβο — φόβο για το χάος, για την απώλεια του ελέγχου, για την ίδια την ανθρώπινη ευαλωτότητα. Το άτομο παλεύει να διατηρήσει την ακεραιότητά του μέσα από τη λογική, την τάξη και τη συνεχή εγρήγορση, μετατρέποντας τον ψυχικό του κόσμο σε ένα περίτεχνο, αλλά άκαμπτο σύστημα άμυνας.


Κι όμως, πίσω από αυτή τη φαινομενική σταθερότητα υπάρχει μια σιωπηλή κραυγή για ελευθερία· μια ανάγκη για αυθορμητισμό, για χαλάρωση, για επαφή με το συναίσθημα που έχει τόσο επιμελώς κατασταλεί. Η ψυχαναγκαστική δομή δεν είναι απλώς μια παθολογία του ελέγχου — είναι μια τραγική προσπάθεια του ψυχισμού να προστατεύσει τον εαυτό από τον πόνο της αβεβαιότητας.


Στο επόμενο μέρος, θα επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε αυτή τη δομή από τη θεραπευτική της πλευρά: πώς μπορεί ο ψυχαναγκαστικός να αρχίσει να εμπιστεύεται, να παραδίδει, να χαλαρώνει — και τελικά να συμφιλιωθεί με το γεγονός ότι ο έλεγχος δεν είναι σωτηρία, αλλά ένας τρόπος απομάκρυνσης από τη ζωή.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Abraham, K. (1921). Contributions to the theory of the anal character. In Selected Papers on Psychoanalysis. London: Hogarth Press.
Fenichel, O. (1945). The Psychoanalytic Theory of Neurosis. New York: Norton.
Freud, S. (1908). Character and Anal Erotism. SE, 9: 169–175.
Freud, S. (1923). The Ego and the Id. SE, 19.
Freud, S. (1926). Inhibitions, Symptoms and Anxiety. SE, 20.
Gabbard, G. O. (2014). Psychodynamic Psychiatry in Clinical Practice (5th ed.). American Psychiatric Publishing.
Kernberg, O. (1975). Borderline Conditions and Pathological Narcissism. New York: Jason Aronson.
McWilliams, N. (2011). Psychoanalytic Diagnosis: Understanding Personality Structure in the Clinical Process (2nd ed.). New York: Guilford Press.
Reich, W. (1933). Character Analysis. New York: Farrar, Straus & Giroux.

Συντάκτης: Ελευθερία Ελβανίδη