Η σχέση γονέα-παιδιού αποτελεί τον πυρήνα της ψυχικής διαμόρφωσης του ατόμου. Όταν αυτή η σχέση δομείται πάνω στην ανάγκη του γονέα να ελέγχει, να κατευθύνει ή να "πλάθει" το παιδί σύμφωνα με τις δικές του ανασφάλειες, προσδοκίες ή απωθημένες ανάγκες, τότε δημιουργείται μια δυναμική που διαβρώνει σταδιακά την αυτονομία και την αυτοπεποίθηση του παιδιού. Οι χειριστικές συμπεριφορές μπορεί να μην είναι πάντοτε εμφανείς ή βίαιες — πολλές φορές κρύβονται πίσω από ένα πέπλο «αγάπης» ή «προστασίας».
Η Ψυχαναλυτική οπτική: ρίζες της ανάγκης για έλεγχο
Η ανάγκη του ανθρώπου για έλεγχο αποτελεί ένα βαθύ, συχνά ασυνείδητο, κίνητρο. Μέσα από το έργο του Freud και των μεταγενέστερων φροϋδικών ψυχαναλυτών, ο έλεγχος του άλλου συνδέεται άμεσα με τον φόβο απώλειας, την αδυναμία διαχείρισης του ασυνείδητου άγχους του μπροστά σε εξωτερικές συνθήκες και τις προβολές του Εγώ που αφορούν προηγούμενα απωθημένα συναισθήματα.
Στο πλαίσιο της οικογένειας, πολλοί γονείς —συχνά ασυνείδητα— προσπαθούν να ελέγξουν τα παιδιά τους ως προέκταση του εαυτού τους, ώστε να διατηρήσουν την αίσθηση ασφάλειας και υπεροχής των ίδιων. Ο γονέας που επιθυμεί να ελέγξει το παιδί, ενδέχεται να λειτουργεί καθοδηγούμενος από ασυνείδητα σενάρια: τραυματικά παιδικά βιώματα, αίσθημα προσωπικής ανεπάρκειας, ή και από αναπαραγωγή του ίδιου αυταρχικού προτύπου που βίωσε στην παιδική του ηλικία. Η ψυχανάλυση εξηγεί πως ο γονιός που χειρίζεται, στην ουσία φοβάται να χάσει τον έλεγχο και την εξάρτηση του παιδιού. Αντί να το αναγνωρίσει ως ξεχωριστό υποκείμενο, το βλέπει ως «προέκταση» του εαυτού του. Το παιδί, τότε, δεν αντιμετωπίζεται ως ξεχωριστή ψυχολογική οντότητα, αλλά ως προέκταση του ίδιου του γονέα – μια «επένδυση» που οφείλει να φέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Αυτή η συμπεριφορά σχετίζεται με ναρκισσιστικά στοιχεία (όπως περιέγραψε ο Kohut), αλλά και με την αδυναμία του γονέα να αντέξει τα δικά του ανεκπλήρωτα κομμάτια.
Η Melanie Klein, με τη θεωρία της αντικειμενοτρόπου σχέσης, θα έλεγε ότι ο γονιός που δυσκολεύεται να αντέξει την «ξεχωριστότητα» του παιδιού του, τείνει να το ελέγχει και να το καθοδηγεί σε υπερβολικό βαθμό, προκειμένου να το κρατήσει «εντός» του δικού του νοητικού πλαισίου.
Οι μορφές χειρισμού
Ο γονικός χειρισμός μπορεί να πάρει πολλές μορφές και δεν είναι πάντα εύκολο να αναγνωριστεί, καθώς πολλές φορές καλύπτεται με αγάπη ή ενδιαφέρον. Στην ψυχαναλυτική θεώρηση, οι γονείς συχνά προβάλλουν στα παιδιά τους δικές τους ανεκπλήρωτες επιθυμίες ή φόβους (προβολή και projective identification), με αποτέλεσμα το παιδί να αισθάνεται υπεύθυνο για τη συναισθηματική ισορροπία του γονέα.
Παρακάτω βλέπουμε κάποια παραδείγματα τέτοιων συμπεριφορικών μοτίβων από τους γονείς προς τα παιδιά τους.
Συναισθηματικός εκβιασμός
Ο γονιός συνδέει τη δική του ευτυχία ή δυστυχία με τη συμπεριφορά του παιδιού:
● «Αν δεν περάσεις στη σχολή που θέλω, θα με πεθάνεις από τη στεναχώρια».
● «Με πληγώνεις όταν επιλέγεις τους φίλους σου αντί για μένα».
Το παιδί, σε μια προσπάθεια να αποφύγει την ενοχή και την απόρριψη, μαθαίνει να καταπιέζει τις επιθυμίες του.
Υπερπροστασία
Φαινομενικά καλοπροαίρετη, αλλά βαθιά χειριστική, η υπερπροστασία στερεί από το παιδί την ευκαιρία να αναπτύξει αυτονομία.
● «Μη βγεις μόνος σου, μπορεί να σου συμβεί κάτι».
● «Άσε, θα το κάνω εγώ καλύτερα για σένα».
Έτσι, το παιδί μεγαλώνει με την αίσθηση ότι ο κόσμος είναι επικίνδυνος και ότι δεν είναι ικανό να διαχειριστεί τις δυσκολίες μόνο του.
Συνεχής κριτική ή απαξίωση
Η συνεχής υποτίμηση των ικανοτήτων του παιδιού, είτε μέσα από λόγια είτε μέσω βλέμματος, οδηγεί στη διαρκή αμφισβήτηση του εαυτού.
● «Μην το κάνεις έτσι, είσαι άχρηστος».
● «Δεν περίμενα τίποτα καλύτερο από σένα».
Το παιδί μαθαίνει να εσωτερικεύει αυτή τη φωνή, δημιουργώντας ένα αυστηρό «εσωτερικό γονέα» που το υπονομεύει και στην ενήλικη ζωή.
Αντιφατικά μηνύματα (double bind)
Η ταυτόχρονη αποστολή αντικρουόμενων μηνυμάτων οδηγεί το παιδί σε σύγχυση.
● Λεκτικά: «Θέλω να είσαι ανεξάρτητος», αλλά έμπρακτα: «Αν φύγεις, θα πάθω κατάθλιψη».
● «Πες μου την αλήθεια», αλλά όταν το παιδί τη λέει, τιμωρείται.
Οι συνέπειες στο παιδί-ενήλικα
Όταν ένα παιδί μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον υπερβολικού ελέγχου, χάνει σταδιακά την επαφή με τις δικές του ανάγκες και επιθυμίες. Αντί να διαμορφώσει μια εσωτερική αίσθηση αξίας, εξαρτά την αυτοεκτίμησή του από την επιδοκιμασία των άλλων.
Ο Winnicott μίλησε για τον «αρκετά καλό γονέα», που επιτρέπει στο παιδί να εξερευνήσει και να βιώσει το αληθινό του εαυτό. Ο χειριστικός γονιός, αντίθετα, δεν επιτρέπει χώρο για αυθεντικότητα. Το παιδί μαθαίνει να συμμορφώνεται για να διατηρεί την «αγάπη» και την αποδοχή και μαθαίνει να μην εμπιστεύεται τη δική του κρίση.
Το παιδί που μεγαλώνει μέσα σε χειρισμό:
➔ Μαθαίνει να φοβάται τη σύγκρουση, άρα συχνά αποφεύγει να εκφράζει τη διαφωνία του.
➔ Δυσκολεύεται να αναγνωρίσει τα δικά του συναισθήματα και επιθυμίες (αλεξιθυμία).
➔ Μένει παγιδευμένο σε ρόλους «καλού παιδιού» ή «σωτήρα» σε σχέσεις ενηλίκων.
➔ Νιώθει υπεύθυνο για τα συναισθήματα των άλλων.
➔ Αποφεύγει πρωτοβουλίες, φοβούμενο μήπως αποτύχει ή απογοητεύσει.
➔ Δυσκολεύεται να πάρει αποφάσεις μόνο του.
➔ Έχει έντονο φόβο απόρριψης.
➔ Αναζητά συνεχώς εξωτερική επιβεβαίωση
➔ Νιώθει ενοχές όταν θέτει όρια
➔ Παρουσιάζει χαμηλή ανθεκτικότητα στην κριτική
Η έννοια του «υπερεγώ», όπως την ανέλυσε ο Freud, παίζει σημαντικό ρόλο εδώ. Ένα εσωτερικευμένο, αυστηρό υπερεγώ αντικαθιστά την αυθόρμητη επιθυμία με ενοχές και αμφιβολίες.
Η ελπίδα της επανόρθωσης
Όπως είδαμε, ο γονεϊκός χειρισμός είναι ένας αόρατος πολύπλοκος μηχανισμός που τροφοδοτείται από φόβο και ανασφάλεια και αφήνει βαθιά ψυχολογικά ίχνη. Η κατανόηση αυτών των μηχανισμών, μέσω της ψυχοθεραπευτικής διεργασίας, μπορεί να απελευθερώσει το άτομο από την ενοχή και το καθήκον να «ανταποκρίνεται» στις προσδοκίες των άλλων ώστε να μπορέσει να αναπτύξει μια εσωτερική αίσθηση αξίας και να σταθεί με αυτοπεποίθηση, χωρίς το βάρος του διαρκούς ελέγχου.
Μέσα από τη θεραπευτική σχέση (την «αναβίωση» του δεσμού), το άτομο μπορεί να δοκιμάσει νέους τρόπους ύπαρξης, χωρίς να φοβάται την απόρριψη ή την τιμωρία, να αναγνωρίσει τις εσωτερικευμένες φωνές των γονέων και να αποκαλύψει το αυθεντικό του «εγώ». Η αυτοπαρατήρηση, η ενσυναίσθηση προς τον εαυτό και η σταδιακή ανάπτυξη ενός «αρκετά καλού» εσωτερικού γονιού είναι κεντρικά βήματα για την οικοδόμηση μιας γνήσιας αυτοπεποίθησης και τότε ως αποχωρισμένος από αυτά τα δυσλειτουργικά μοτίβα το άτομο μπορεί
1️. Αναγνώριση των εσωτερικών φωνών
Συχνά, οι φράσεις που ακούγαμε από τους γονείς μας συνεχίζουν να «ζουν» μέσα μας, σαν ένα αυστηρό υπερεγώ.
● «Αν κάνεις λάθος, θα σε απορρίψουν».
● «Δεν αξίζεις αν δεν είσαι τέλειος».
Στην ψυχοθεραπευτική διαδικασία, μαθαίνουμε να εντοπίζουμε πότε αυτές οι φωνές μιλούν μέσα μας και να τις ξεχωρίζουμε από τις δικές μας πραγματικές ανάγκες.
2️. Αποδοχή του συναισθήματος
Στη θεραπεία, δίνεται έμφαση στο να επιτρέψουμε στον εαυτό μας να βιώσει συναισθήματα που στο παρελθόν θεωρούσαμε «απαγορευμένα»: θυμός, λύπη, απογοήτευση. Η επαφή με αυτά τα συναισθήματα μάς επιτρέπει να κατανοήσουμε τις αληθινές μας ανάγκες και όρια.
3️. Δοκιμή νέων συμπεριφορών
Στη θεραπευτική σχέση, ο θεραπευτής λειτουργεί ως «αρκετά καλός γονιός» (Winnicott), παρέχοντας χώρο ασφάλειας. Εκεί, το άτομο μαθαίνει να:
● Θέτει όρια χωρίς ενοχές.
● Εκφράζει τις ανάγκες του χωρίς φόβο τιμωρίας.
● Αναλαμβάνει μικρά ρίσκα (π.χ. να πει «όχι» σε ένα αίτημα που το πιέζει).
4️. Δημιουργία ενός νέου εσωτερικού γονέα
Ο στόχος είναι η ανάπτυξη ενός «φροντιστικού» εσωτερικού μέρους, που αντικαθιστά τη χειριστική εσωτερική φωνή με κατανόηση και αποδοχή. Αυτό το μέρος αναλαμβάνει να προσφέρει υποστήριξη και επιβεβαίωση, ακόμα και όταν εξωτερικά δεν υπάρχει.
Συνοψίζοντας, η ανάγκη για έλεγχο των γονέων πάνω στα παιδιά τους συχνά πηγάζει από τις δικές τους ανασφάλειες και απωθημένα. Ωστόσο, οι συνέπειες αυτού του ελέγχου είναι μακροχρόνιες και επώδυνες, οδηγώντας σε ενήλικες με εύθραυστη αυτοπεποίθηση και περιορισμένη αίσθηση αυθεντικότητας. Η ψυχαναλυτική διεργασία μας θυμίζει πως, ακόμα κι αν οι πληγές είναι βαθιές, η ανακάλυψη και η επανόρθωση του εσωτερικού κόσμου είναι πάντοτε δυνατή.η απελευθέρωση από το γονεϊκό χειρισμό είναι μια πορεία που απαιτεί θάρρος και χρόνο. Μέσα από τη θεραπεία και την εσωτερική δουλειά, το άτομο μπορεί να ανακαλύψει την προσωπική του φωνή, να ενδυναμώσει την αυτοπεποίθησή του και να δημιουργήσει σχέσεις πιο αυθεντικές και λιγότερο βασισμένες στον φόβο και την ενοχή.
Συντάκτης Ελευθερία Ελβανίδη